-
1 ἀκεστής
A = ἀκεστήρ, Lyc.1052: Phrygian acc. to Sch.Ven. Il.22.2, Eust.1254.2, EM51.7.2 ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων menders of torn clothes, X.Cyr.1.6.16 (v.l. ἠπηταί), cf. Alciphr.3.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκεστής
См. также в других словарях:
ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] … Dictionary of Greek